λέπη

λέπη
λέπος
rind
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
λέπος
rind
neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
λεπέω
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
λεπέω
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπίωση — η γεωλ. σύνθετη τεκτονική διεργασία που αποτελεί είδος εφίππευσης και κατά την οποία δημιουργούνται μονοκλινικές ακολουθίες στρωμάτων και περιοδικές επαναλήψεις τών κανονικών σκελών τών πτυχών, συνήθως κατά την ίδια σειρά, αλλ. δομή κατά λέπη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”